Κυκλάδες

Κυκλάδες
Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και χωρίζονται μεταξύ τους με στενούς πορθμούς. Το σύμπλεγμα περιλαμβάνει 34 μεγάλα νησιά, αρκετά μικρότερα και πολλές ακατοίκητες βραχονησίδες. Τα κατοικημένα νησιά είναι 24. Χωρίζονται γενικά σε ανατολικές (Άνδρος, Γυάρος, Τήνος, Σύρος, Μύκονος, Δήλος, Ρήνεια, Νάξος, Πάρος, Αντίπαρος, Αμοργός, Ίος, Σίκινος, Φολέγανδρος, Σαντορίνη ή Θήρα, Θηρασία, Ανάφη), οι οποίες αποτελούν κατά κάποιον τρόπο συνέχεια της Εύβοιας στα Ν, και σε δυτικές (Κέα, Κύθνος, Σέριφος, Σίφνος, Μήλος, Κίμωλος), στα Ν της Αττικής. Η ονομασία Κ. οφείλεται ακριβώς σε αυτή τη διάταξή τους στον χώρο του Αιγαίου, καθώς μοιάζουν να σχηματίζουν έναν κύκλο με κέντρο το ιερότερο νησί της αρχαιότητας, τη Δήλο. Εκτός από τον διαχωρισμό σε ανατολικές και δυτικές, τα μικρά κατοικημένα νησιά Α της Νάξου (Σχοινούσα, Κουφονήσια, Ηράκλεια, Δονούσα) ονομάζονται επίσης και Μικρές Κ. Οι αρχαίοι γεωγράφοι διαφωνούσαν σχετικά με την απόδοση της ονομασίας· έτσι, πολλές φορές τα νοτιότερα νησιά απαντώνται σε πηγές ως Σποράδες. Κατά την αρχαιότητα επικρατούσε η αντίληψη ότι οι Κ. ήταν 12 νησιά. Στη βυζαντινή εποχή οι Κ. ονομάζονταν Δωδεκάνησα, λόγω πιθανής παραφθοράς της ονομασίας Δουκόνησα, η οποία χρησιμοποιήθηκε στους χρόνους της ενετικής κυριαρχίας στο Αιγαίο. Διοικητική διαίρεση. Σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση που εισήγαγε το σχέδιο Καποδίστριας, ο νομός Κ. αποτελείται από τους δήμους Ερμουπόλεως, Αμοργού, Άνδρου, Άνω Σύρου, Δρυμαλίας, Εξωμβούργου, Θήρας, Κέας (Ιουλίδος), Κορθίου, Κύθνου, Μήλου, Μυκόνου, Νάξου, Πάρου, Ποσειδωνίας, Σερίφου, Σίφνου και Υδρούσας και τις κοινότητες Αντιπάρου, Δονούσης, Ηρακλείας, Κιμώλου, Κουφονησίων, Οίας, Πανόρμου, Σικίνου, Σχοινούσσης και Φολεγάνδρου. Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα Γεωλογική ιστορία. Η έκταση που καταλαμβάνουν σήμερα η ηπειρωτική Ελλάδα, το Αιγαίο πέλαγος, η Κρήτη, η Κύπρος και η δυτική Μικρά Ασία αναδύθηκε από τη θάλασσα κατά τη διάρκεια του ολιγοκαίνου (τριτογενές) εξαιτίας των αλπικών πτυχώσεων, σχηματίζοντας μια χερσαία έκταση που ονομάστηκε συμβατικά Αιγηίδα. Διαδοχικές διαρρήξεις, εγκατακρημνίσεις, εξάρσεις και συνιζήσεις κατακερμάτισαν την Αιγηίδα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν όρη, ρήγματα, λίμνες κλπ. Η έναρξη του τεταρτογενούς κατά τη διάρκεια του πλειστοκαίνου σηματοδότησε μια νέα σειρά εγκατακρημνίσεων και διαρρήξεων, με συνέπεια την εισχώρηση της θάλασσας στη νοτιοανατολική περιοχή της Αιγηίδος και τον σχηματισμό του Αιγαίου πελάγους με τη σημερινή του διαμόρφωση. Τα κορυφαία τμήματα των οροσειρών της χερσονήσου που κατακλύστηκε από τη θάλασσα σχημάτισαν το συγκρότημα των Κ. Τα νησιά Μήλος, Κίμωλος, Αντίμηλος και η ομάδα της Θήρας αποτελούνται από ηφαιστειογενή πετρώματα. Υπέρ της θεωρίας του σχηματισμού του συγκροτήματος του Αιγαίου πελάγους συνηγορεί η ομοιότητα των πετρωμάτων της νότιας Εύβοιας και της περιοχής της Λαυρεωτικής με εκείνη των νησιών των Κ.· όμως, σε αυτές ανήκουν και νησιά που δεν σχηματίστηκαν από τις ίδιες αρχικές μάζες πετρωμάτων, αλλά μεταγενέστερα· η γένεσή τους σχετίζεται με την ηφαιστειακή δράση των ηφαιστείων του τόξου του νότιου Αιγαίου και δεν μπορεί να ερμηνευθεί με την ίδια θεωρία. Το ψηλότερο όρος των Κ. είναι ο Δρυός (1.004 μ.) της Νάξου, ακολουθούμενο από το Πέταλο (994 μ.) της Άνδρου και τον Κρίκελο (821 μ.) της Αμοργού. Στην περιοχή του Αιγαίου απαντούν σχεδόν όλα τα ηφαίστεια του ελληνικού χώρου. Στις Κ. υπάρχουν δύο ηφαιστειακές ομάδες: η ομάδα της Μήλου (Μήλος, Κίμωλος, Αντικίμωλος κλπ.) και η ομάδα της Σαντορίνης (Θήρα, Θηρασία, Παλαιά Καμένη, Καμένη κλπ.). Η ηφαιστειακή ενέργεια άρχισε να εκδηλώνεται στην περιοχή του Αιγαίου κατά τα μέσα του τριτογενούς (μειόκαινο). Στη Μήλο, στη Θήρα και στα ηφαιστειογενή νησιά γενικότερα υπάρχουν θερμές ηφαιστειογενείς πηγές. Πολλά από τα πετρώματα που απαρτίζουν τη δομή των Κ. είναι γνωστότατα στην αγορά ως δομικά υλικά ή υλικά διακόσμησης. Από τα εκρηξιγενή πετρώματα, γνωστός είναι ο γρανίτης της Τήνου, από τον οποίο λέγεται ότι προέρχονται οι μονολιθικοί κίονες της Σπάρτης, της Μεγαλόπολης κ.ά.· επίσης το πράσινο μάρμαρο της Τήνου, που είναι οφειτασβεστίτης και έχει χρησιμοποιηθεί για κίονες εκκλησιών, προσόψεις μεγάρων κλπ. Από τα ηφαιστειογενή, γνωστά είναι οι ηφαιστίτες της Μήλου, που στην αρχαιότητα χρησίμευαν στην κατεργασία των μεταλλευμάτων του Λαυρίου· ακόμα η ζαχαρόπετρα της Μήλου, ένας λευκόφαιος ηφαιστίτης που χρησιμοποιείται ως δομικό υλικό· ο οψιανός, ένα υαλώδες συμπαγές ηφαιστειακό πέτρωμα, που εξάγεται στη Μήλο, στη Σαντορίνη, στην Αντίπαρο κ.α., ο οποίος κατά την αρχαιότητα χρησίμευε για την κατασκευή οργάνων, βελών κλπ., ενώ σήμερα στιλβώνεται και χρησιμεύει για την κατασκευή διακοσμητικών ειδών· η κίσσηρις (ελαφρόπετρα), που απαντάται στη Σαντορίνη, στη Μήλο κ.α., η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε μορφή σκόνης ως λειαντικό και στιλβωτικό υλικό· επίσης ηφαιστειακοί τόφοι, που απαντούν στην Κίμωλο (πουρί Κιμώλου), χρησιμεύουν ως γωνιόλιθοι και εξάγονται σε μεγάλες ποσότητες. Τέλος, ονομαστή είναι η ηφαιστειακή γη της Σαντορίνης, που χρησιμοποιείται ως δομικό υλικό (υδραυλικά κονιάματα) τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ενδιαφέρον πέτρωμα είναι και ο καολίνης, που βρίσκεται με μορφή ακανόνιστης φωλιάς μέσα σε όξινα ηφαιστειογενή πετρώματα ή σε ηφαιστειακούς τόφους. Ο σχηματισμός του οφείλεται σε υδροθερμική και ατμιδική ενέργεια, η οποία προκάλεσε την καολινίωση των ίδιων τόφων και την απόθεση αξιόλογων κοιτασμάτων καολίνη και βεντονίτη. Τα πετρώματα αυτά απαντούν μόνο στη Μήλο και στην Κίμωλο και παράλληλα εξάγονται. Από τα μεταμορφωμένα πετρώματα, ο γνεύσιος χρησιμοποιείται –όπως και ο γρανίτης– ως υλικό οδοστρωμάτων και απαντάται στη Νάξο, στη Μύκονο, στην Ίο, στην Πάρο και στη Σέριφο, ενώ ο μαρμαρυγιακός σχιστόλιθος απαντάται σε μεγάλες ποσότητες και χρησιμοποιείται για επιστρώσεις και ως λίθος στέγασης· γνωστά προϊόντα του είναι οι πλάκες Τήνου και οι πλάκες Άνδρου, Σίφνου και Ίου. Πασίγνωστο είναι και το μάρμαρο της Πάρου (ο λυχνίτης ή λυχνεύς των αρχαίων), που χαρακτηρίζεται για τη λευκότητά του και την ιδιότητα της μερικής απορρόφησης του φωτός, δίνοντας λαμπρή όψη στα αγάλματα και γενικά στα έργα τέχνης που κατασκευάζονταν από αυτό (Ερμής του Πραξιτέλη, ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς, Μέγαρο Πτι Παλέ στο Παρίσι κλπ.). Επίσης γνωστά είναι και το λευκό μάρμαρο της Νάξου (που χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή της Γενναδείου Βιβλιοθήκης) και το μάρμαρο της Άνδρου, με κίτρινες κηλίδες. Σε ορισμένα νησιά των Κ. υπάρχουν αξιόλογα μεταλλεύματα, που αποτελούν σημαντική πηγή εσόδων για την ελληνική μεταλλευτική βιομηχανία. Τα σπουδαιότερα είναι η αργυρούχος βαρυτίνη της Μήλου και της Κιμώλου, ο σιδηροπυριτιούχος μαγνητίτης και ο αιματίτης της Σερίφου, η σμυρίδα της Νάξου, τα κοιτάσματα σιδήρου της Σερίφου (κυρίως), της Σίφνου και της Κέας. Επίσης ενδιαφέροντα είναι και άλλα ορυκτά που συναντώνται σε ορισμένα νησιά: το θείο στη Μήλο, στη Σαντορίνη και στη Σέριφο, ο τάλκης και ο αμίαντος στην Τήνο, στη Σύρο κ.α. Υδρογραφία. Το ύψος των ετήσιων βροχοπτώσεων στις Κ. είναι χαμηλό, γεγονός που δεν ευνοεί ούτε τον σχηματισμό υπόγειων υδροφόρων οριζόντων σε όλα τα νησιά ούτε την εμφάνιση επιφανειακών υδάτων. Βέβαια, η κατάσταση αυτή εξαρτάται επίσης από τη γεωλογική δομή και την πετρογραφική σύσταση του εδάφους των νησιών. Σε ορισμένα νησιά (Πάρος, Νάξος, Άνδρος), η παρουσία εκτεταμένων ασβεστολιθικών πετρωμάτων (μαρμάρων) επέτρεψε τον σχηματισμό καρστικών υδροφόρων οριζόντων και την ύπαρξη πηγών. Σε άλλα σημεία σχηματίζονται προσχωματικοί υδροφόροι ορίζοντες, η εκμετάλλευση των οποίων γίνεται με κοινά φρέατα. Τέλος, άλλα νησιά παρουσιάζονται σχεδόν τελείως άνυδρα, καθώς τα στεγανά σχιστολιθικά πετρώματα είναι πολύ εξαπλωμένα. Στα νησιά όπου επικρατούν τα ηφαιστειακά πετρώματα ή ιζήματα σχηματίζονται φτωχοί υδροφόροι ορίζοντες μόνο στις ζώνες της έντονης αποσάθρωσής τους. Κλίμα. Το κλίμα των Κ., οι οποίες περιλαμβάνονται μεταξύ των ετήσιων ισόθερμων των 18°C και 19°C, είναι εύκρατο και τείνει προς το θαλάσσιο. Το ετήσιο θερμομετρικό εύρος κυμαίνεται μεταξύ 12°C και 16°C. Η μέση θερμοκρασία του ψυχρότερου μήνα (Ιανουάριος) είναι 10-12°C και του θερμότερου (Ιούλιος ή Αύγουστος) 24,5-26,5°C. Ο χειμώνας είναι ηπιότερος από αυτόν της Αττικής, ενώ το καλοκαίρι είναι δροσερό χάρη στα μελτέμια. Ο παγετός αποτελεί σπάνιο φαινόμενο, ενώ οι απολύτως μέγιστες θερμοκρασίες σπάνια φτάνουν τους 40°C σε ορισμένα νησιά. Η περιοχή των δυτικών Κ. είναι από τις ξηρότερες της Ελλάδας, με σχετική υγρασία μικρότερη από 65 βαθμούς της υγρομετρικής κλίμακας· στις κεντρικές Κ. η σχετική υγρασία κυμαίνεται μεταξύ 65 και 67 και στις ανατολικές υπερβαίνει τους 67. Οι Κ. γενικά είναι σχετικά ξηρές, παρά την επίδραση της θάλασσας. Από τον Νοέμβριο έως τον Μάρτιο η σχετική υγρασία εμφανίζεται μικρότερη απ’ ό,τι στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ κατά τους υπόλοιπους μήνες του έτους συμβαίνει το αντίθετο. Η μέση ετήσια νέφωση στις δυτικές Κ. κυμαίνεται μεταξύ 3,5 και 4,0 (στην κλίμακα 0-10), στις κεντρικές μεταξύ 4,0 και 4,5 και στις ανατολικές εμφανίζεται ακόμα υψηλότερη. Οι αίθριες ημέρες του έτους κυμαίνονται μεταξύ 130 και 150, ενώ οι νεφοσκεπείς μεταξύ 50 και 75. Οι περισσότερες αίθριες και οι λιγότερες νεφοσκεπείς ημέρες παρουσιάζονται στις δυτικές Κ. Οι Κ. είναι από τις πιο ανεμοδαρμένες περιοχές της Ελλάδας· μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις οι άνεμοι φτάνουν στον βαθμό της θύελλας σε όλη τη διάρκεια του έτους, ενώ ο αριθμός των νηνεμιών είναι πολύ μικρός. Γενικά επικρατούν οι βορειοανατολικοί-βορειοδυτικοί άνεμοι, ενώ ακολουθούν οι νότιοι και νοτιοδυτικοί. Το χειμώνα, την άνοιξη και το φθινόπωρο οι βόρειοι άνεμοι εναλλάσσονται με τους νότιους. Κατά τη θερμή εποχή η καιρική κατάσταση είναι ομοιόμορφη και επικρατούν τα γνωστά μελτέμια (οι ετησίαι της αρχαιότητας), τα οποία είναι διεύθυνσης ΒΑ-ΒΔ, ανάλογα με τις επικρατούσες ισοβαρικές καταστάσεις, τη γεωγραφική θέση κάθε νησιού και τη γεωμορφολογία του. Τα μελτέμια αρχίζουν το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου και συνεχίζουν με μικρή συχνότητα και ένταση έως τις αρχές Ιουλίου. Τότε παρουσιάζουν μεγαλύτερη συχνότητα και ένταση, ιδιότητες τις οποίες διατηρούν έως τα μέσα Σεπτεμβρίου· εξακολουθούν με μειωμένη συχνότητα έως τον Οκτώβριο, οπότε καταπαύουν. Σε ορισμένες περιοχές των Κ., όπως ο Καφηρέας (Κάβο Ντόρο), ο Τσικνιάς μεταξύ Τήνου και Μυκόνου, ο δίαυλος Νάξου-Πάρου κ.α. παρατηρούνται θυελλώδεις άνεμοι, που προκαλούν μεγάλη θαλασσοταραχή, επειδή οι ακτές στα σημεία αυτά είναι πολυσχιδείς και απόκρημνες. Σε ορισμένα νησιά, ιδίως στα μεγαλύτερα (Άνδρος, Τήνος, Νάξος κ.ά.), εμφανίζονται κατεβατοί άνεμοι μεγάλης σφοδρότητας, που προκαλούν θαλασσοταραχή (λευκές θύελλες) κοντά στις ακτές, ενώ λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα επικρατούν άνεμοι ήπιας έντασης. Οι καταστάσεις αυτές παρατηρούνται εξίσου κατά την ψυχρή και τη θερμή περίοδο.Η Κέα, η Κύθνος, η Σέριφος και οι νοτιότερες Ίος, Σίκινος, Φολέγανδρος, Σαντορίνη, Ανάφη και Αμοργός συμπεριλαμβάνονται στις ξηρότερες περιοχές της Ελλάδας, με μέσο ετήσιο ύψος βροχής λιγότερο από 400 χιλιοστά. Στα υπόλοιπα νησιά το ετήσιο ύψος κυμαίνεται μεταξύ 400-600 χιλιοστών, ενώ στις ορεινές περιοχές της Άνδρου και της Νάξου υπερβαίνει τα 600 χιλιοστά. Τα μικρά αυτά ύψη βροχής οφείλονται τόσο σε δυναμικούς όσο και σε γεωγραφικούς και τοπογραφικούς παράγοντες, καθώς οι οροσειρές της Πελοποννήσου και της Κρήτης εμποδίζουν τους βροχοφόρους ανέμους να φτάσουν στα περισσότερα από τα νησιά των Κ. Η θερινή ξηρασία στις Κυκλάδες διαρκεί σε πολλές περιπτώσεις από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο, ενώ οι ημέρες βροχής εμφανίζουν ανάλογη εικόνα με τα ύψη βροχής. Την περίοδο της ανομβρίας δημιουργείται τη νύχτα άφθονη δροσιά, που αποτελεί άλλωστε σχεδόν τη μόνη πηγή νερού για τη μη αρδευόμενη βλάστηση. Το χιόνι και το χαλάζι είναι ασυνήθιστα φαινόμενα στις Κ. Οικονομία Η οικονομία βασιζόταν για πολλά χρόνια κατά κύριο λόγο στη θάλασσα. Αυτό ήταν φυσικό, δεδομένου ότι τα είκοσι μεγαλύτερα νησιά του συμπλέγματος έχουν συνολικό μήκος ακτών 1.700 χλμ., δηλαδή περισσότερο του 11% του μήκους των ακτών της Ελλάδας. Ένα τμήμα του ενεργού πληθυσμού του νομού εξακολουθεί να απασχολείται στην εμπορική ναυτιλία, με τα ναυτιλιακά εμβάσματα προς τις οικογένειές τους να αποτελούν σημαντική πηγή εισοδήματος της περιοχής. Η αλιεία αποτελεί επίσης υπολογίσιμη πηγή εισοδήματος, αλλά ο τουρισμός τα τελευταία χρόνια θεωρείται η κυριότερη πηγή εσόδων για την οικονομία των περισσότερων νησιών του νομού, ιδιαίτερα στη Μύκονο, στην Πάρο, στην Τήνο, στη Σαντορίνη, στην Άνδρο και στη Νάξο. Η αξιοποίηση του υπόγειου πλούτου των Κ. βασίζεται στα ορυχεία σμυρίδας στη Νάξο, στην εξόρυξη θηραϊκής γης, στα λατομεία μαρμάρου σε διάφορα νησιά (Πάρος, Νάξος κ.α.) κλπ. Στη Σύρο λειτουργούν βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Ο αγροτικός τομέας χαρακτηρίζεται από την ποικιλία των καλλιεργειών στα διάφορα νησιά: η κτηνοτροφία είναι περισσότερο ανεπτυγμένη στην Άνδρο, στην Κέα, στη Νάξο, στη Σύρο και στην Τήνο· η αμπελουργία στη Σαντορίνη και στην Πάρο· η παραγωγή εσπεριδοειδών στη Νάξο και στην Άνδρο· η παραγωγή ελαιολάδου στη Νάξο, στην Άνδρο και στην Τήνο. Στη Σύρο καλλιεργούνται πρώιμα λαχανικά, με μεγάλο μέρος της παραγωγής να αναπτύσσεται σε θερμοκήπια. Στη Νάξο, στην Άνδρο, στη Σύρο και στην Τήνο αρδεύεται σημαντικό τμήμα των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Ιστορία Προϊστορία και πρωτοϊστορία. Η ονομασία Κ. είναι γνωστή ήδη από την αρχαιότητα (Ηρόδοτος 1,171· Θουκυδίδης 1,8· Στράβων 10,485· Καλλίμαχος, Ύμνος εις Δήλον, στ. 199· Διονύσιος Περιηγητής στ. 526 κ.ά.) και δόθηκε στα νησιά επειδή σχημάτιζαν κύκλο γύρω από την ιερή νήσο της Δήλου. Υπάρχει επίσης η παράδοση που αναφέρει ότι ο Ποσειδώνας οργίστηκε με κάποιες νύμφες, τις Κυκλάδες, και τις μεταμόρφωσε σε νησιά. Οι πηγές δίνουν ελάχιστες πληροφορίες για την αρχαία γεωγραφία των Κ., ενώ σώθηκαν μόνο ελάχιστα αποσπάσματα ή ονόματα από τους αρχαίους συγγραφείς που έγραψαν για την περιοχή. Σύμφωνα με την παράδοση, πρώτοι κάτοικοι των Κ. υπήρξαν οι Κάρες και οι Λέλεγες (Ηρόδοτος 1,171· Θουκυδίδης 1,8 κ.ά.). Στις Κ. έχει διαπιστωθεί και η εγκατάσταση Φοινίκων, όμως η παρουσία τους δεν φαίνεται να είχε μόνιμο χαρακτήρα. Λέγεται ότι ο Μίνωας έδιωξε τους Κάρες και εγκατέστησε σε διάφορα νησιά τα παιδιά του. Ο Διόδωρος (5,79) αναφέρει τα ονόματά τους: Αλκαίος στην Πάρο, Άνιος στη Δήλο, Ανδρέας στην Άνδρο. Η έναρξη της μόνιμης ανθρώπινης δραστηριότητας στις Κ. ανάγεται περίπου στην 5η χιλιετία π.Χ. Υπάρχουν, όμως, και πρωιμότερα αλλά έμμεσα στοιχεία κατοίκησης· για παράδειγμα, δείγματα οψιανού από τη Μήλο έχουν βρεθεί σε θέσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας (σπήλαιο Φράγχθι Αργολίδας) που χρονολογούνται στην 8η χιλιετία π.Χ. Στη νεότερη νεολιθική περίοδο υπάγονται πολλά ευρήματα από τον οικισμό που ανασκάπτεται στο μικρό νησί Σάλιαγκος, κοντά στην Αντίπαρο, ενώ τα λείψανα που βρέθηκαν στην Κεφάλα της Κέας ανήκουν στην πρώιμη χαλκοκρατία (3200 π.Χ.). Παράλληλα με τον πρωτομινωικό πολιτισμό της Κρήτης και τον πρωτοελλαδικό της ηπειρωτικής Ελλάδας, την 3η χιλιετία αναπτύχθηκε στις Κ. ο κυκλαδικός πολιτισμός, ευνοημένος από τη γεωγραφική θέση τους ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Ανατολή και από το ήπιο κλίμα. Λείψανά του βρίσκονται σχεδόν σε όλα τα νησιά, ακόμα και στα μικρότερα. Τα στοιχεία κάνουν λόγο για μικρές ανεξάρτητες κοινότητες με βασικά νησιωτικό χαρακτήρα, καθώς οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις ήταν ελάχιστες. Η πρώιμη περίοδος (πρωτοκυκλαδική) χωρίζεται σε τρεις φάσεις, που ονομάζονται συμβολικά από τους κυριότερους τόπους προέλευσης των ευρημάτων: φάση Πηλός-Λάκουδες (3200-2800 π.Χ.), Κέρος-Σύρος (2800-2300 π.Χ.), Φυλακωπή πόλις I (2300-2000 π.Χ.). Κατά την πρώτη φάση, τα σπίτια χτίζονταν σε χαμηλούς λόφους για να προστατεύονται από τις πλημμύρες και τους εχθρούς και ήταν ατείχιστα· οι κάτοικοι ασχολούνταν με την αλιεία και την πειρατεία. Στη δεύτερη φάση, εξωτερικές εισβολές ανάγκασαν τους κατοίκους να αποσυρθούν στο εσωτερικό, σε λόφους που προστατεύονταν από τείχη· τα σπίτια χτίζονταν κοντά-κοντά και μόνο μικροί διάδρομοι αφήνονταν μεταξύ τους (Καστρί Σύρου, Νάξος, Κύνθος Δήλου). Η κίνηση αυτή υποδηλώνει απώλεια του ελέγχου των θαλασσών και την απειλή από κάποιον εξωτερικό εχθρό, ίσως τη μινωική Κρήτη, που πάταξε την πειρατεία, σύμφωνα με την παράδοση. Στην τρίτη φάση ήταν έντονη η επίδραση της Κρήτης: οι οικισμοί ήταν πάλι παραθαλάσσιοι (Μήλος-Φυλακωπή Ι, Πάρος, Αμοργός, Θήρα) και αποτελούσαν κέντρα διεξαγωγής του κρητικού εμπορίου. Το ίδιο συνέβη και στην επόμενη περίοδο, που κάλυπτε το πρώτο μισό της 3ης χιλιετίας και ονομάζεται μεσοκυκλαδική (2000-1550 π.Χ.). Οι οικισμοί –σύμφωνα με τα δεδομένα από τη Μήλο (Φυλακωπή II), την Πάρο (Παροικιά), την Κέα (Αγία Ειρήνη), τη Θήρα, τη Θηρασία, τη Δήλο, την Τήνο, τη Σύρο, τη Σίφνο και την Αμοργό– ήταν όλοι παραθαλάσσιοι και αποτελούσαν λιμάνια για το εμπόριο μεταξύ Κρήτης και υπόλοιπης Ελλάδας. Στην αρχή της επόμενης περιόδου (υστεροκυκλαδική) οι Κ. επηρεάστηκαν γενικά από τη μινωική θαλασσοκρατορία. Με την καταστροφή του μινωικού πολιτισμού –λόγω της έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας (περ. 1520 π.Χ.)– εμφανίστηκαν στο προσκήνιο οι Μυκηναίοι. Οι πρώτοι εμπορικοί μυκηναϊκοί σταθμοί στις Κ. παρουσιάστηκαν πριν από τα τέλη του 15ου αι. π.Χ. Στις αρχές του επόμενου αιώνα ήταν πλέον εγκατεστημένοι στη Νάξο, στη Δήλο, στην Κύθνο, στη Σέριφο και στη Μήλο. Τρεις αιώνες αργότερα ο μαρασμός του μυκηναϊκού κόσμου και η αναστάτωση που επακολούθησε είχε αντίκτυπο και στις Κ. Λίγο μετά το 1100 π.Χ. εγκαταλείφθηκαν τόσο οι τελευταίες ακροπόλεις όσο και οι οικισμοί που ζούσαν από την υπερπόντια οικονομία. Η αστάθεια και οι ανακατατάξεις που ακολούθησαν τη διάλυση του μυκηναϊκού κόσμου είχαν ως αποτέλεσμα την κατάληψη του μεγαλύτερου μέρους των Κ. από τους Ίωνες, με την εξαίρεση της Μήλου και της Θήρας, που τέθηκαν υπό την κυριαρχία των Δωριέων. Ο Ηρόδοτος (8,46) και ο Θουκυδίδης (7,57) χαρακτήριζαν τους κατοίκους πολλών νησιών ως «Ίωνες απ’ Αθηναίων». Κατά τη γεωμετρική περίοδο υπήρχαν αξιόλογοι οργανωμένοι οικισμοί σε διάφορα σημεία των Κ. (Ζαγορά Άνδρου, Εξωμβούργο Τήνου, Τσικαλαριό Νάξου κ.ά.), που σηματοδότησαν την απαρχή της ανάπτυξης της ανθρώπινης δραστηριότητας στο σύμπλεγμα. Την περίοδο του ελληνικού αποικισμού οι Κ. αντιπροσωπεύθηκαν από την Άνδρο (με αποικίες στη Χαλκιδική: την Άκανθο, τα Στάγειρα, τη Σάνη και την Άργιλο), τη Θήρα (Κυρήνη στη Λιβύη), την Πάρο (Θάσος και Πάριον στην Προποντίδα), τη Νάξο (μαζί με τη Μίλητο και τη Σάμο αποίκισαν την Αμοργό), την Κύθνο, τη Μήλο και από άλλα μικρότερα νησιά. Η φυλή, η γλώσσα, η θρησκεία, τα έθιμα και οι πανηγύρεις συνέδεαν τα νησιά με κοινούς δεσμούς, όμως κάθε πόλη αποτελούσε ξεχωριστή πολιτική ενότητα κατ’ αντιστοιχία με την υπόλοιπη Ελλάδα. Αρχηγός της κάθε ενότητας στην αρχή ήταν ο βασιλιάς και αργότερα λίγοι αριστοκράτες (ολιγαρχία). Η ανάπτυξη του εμπορίου δημιούργησε τελικά μια ισχυρή μεσαία τάξη, που απαιτούσε περισσότερα δικαιώματα. Έτσι, δημιουργήθηκε διαμάχη μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών, που κατέληξε σε νίκη των τελευταίων. Σε πολλές περιπτώσεις, ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ των δύο πολιτευμάτων στάθηκε η τυραννία. Στη Νάξο, η εξέγερση των δημοκρατικών (532 π.Χ.) βοήθησε τον Λύγδαμι να καταλάβει την εξουσία, και μόνο το 506 π.Χ. η πόλη μπόρεσε να αποκτήσει περισσότερο δημοκρατική διακυβέρνηση. Από την ακμή του κυκλαδικού πολιτισμού έως τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Ο 7ος και ο 6ος αι. π.Χ. αποτέλεσαν την περίοδο της μεγάλης ακμής των Κ., όμως οι Περσικοί πόλεμοι έφεραν τα νησιά κυριολεκτικά μεταξύ δύο πυρών. Η εμφάνιση του περσικού στόλου με τον Δάτι και τον Αρταφέρνη δημιούργησε αναταραχή στο Αιγαίο. Οι Δήλιοι κατέφυγαν στην Τήνο για να σωθούν, ενώ η Νάξος καταστράφηκε από τον περσικό στρατό. Έως το 480 π.Χ. οι κάτοικοι των Κ. συμβίωναν υποχρεωτικά με τους Πέρσες. Μία προσπάθεια του Μιλτιάδη να καταλάβει την Πάρο απέτυχε και οι Αθηναίοι επέστρεψαν άπρακτοι ύστερα από πολιορκία 26 ημερών. Οι Κείοι μπόρεσαν να πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων στη ναυμαχία του Αρτεμισίου, ενώ στη Σαλαμίνα (480 π.Χ.) συμμετείχαν οι Κείοι, οι Κύθνιοι, οι Σερίφιοι, οι Μήλιοι και οι Νάξιοι(Ηρόδοτος 8,46), όπως και στις Πλαταιές. Οι Κ. υπήρξαν από τις πρώτες που εντάχθηκαν στη Δηλιακή συμμαχία (479), που ιδρύθηκε για να συνεχίσει τον αγώνα κατά των Περσών. Όμως, όταν η συμμαχία μετατράπηκε σε ηγεμονία των Αθηνών, οι πόλεις άρχισαν να δυσφορούν. Η αποστασία της Νάξου οδήγησε στην πολιορκία και στην καταστροφή της από τους Αθηναίους, οι οποίοι με την πάροδο του χρόνου σκλήρυναν τη στάση τους. Συνέπεια αυτής της πολιτικής ήταν το ταμείο της συμμαχίας να μεταφερθεί από τη Δήλο στην Αθήνα, το 454· Αθηναίοι κληρούχοι εγκαταστάθηκαν στα πιο εύφορα μέρη της Άνδρου και της Νάξου το 444, ενώ το 426 δύο χιλιάδες Αθηναίοι οπλίτες με 60 τριήρεις και αρχηγό τον Νικία κατέστρεψαν τη Μήλο, επειδή απείχε από τη συμμαχία. Τον ίδιο χρόνο πραγματοποιήθηκε και η κάθαρση της Δήλου, ενώ λίγο αργότερα (422) οι Δήλιοι εκδιώχθηκαν από το νησί τους, το οποίο κατέλαβαν οι Αθηναίοι. Η ήττα των Αθηναίων στο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου δεν βοήθησε τις Κ., αφού η σπαρτιατική κυριαρχία αποδείχθηκε βαρύτερη. Έτσι, οι νησιώτες αποφάσισαν να συμμετάσχουν στην αναβίωση της συμμαχίας, που προέκυψε μετά τις νίκες των Αθηναίων (375 π.Χ.). Το τέλος της συμμαχίας αυτής, το 338, κατέστησε και πάλι ανεξάρτητες τις Κ., οι κάτοικοι των οποίων σχημάτισαν το Κοινόν των Νησιωτών το 313 π.Χ. Η εμφάνιση των Μακεδόνων διαφοροποίησε τη γενική εικόνα. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κατά τους αγώνες των Επιγόνων, οι κυρίαρχοι των Κ. άλλαζαν ανάλογα με την έκβαση των μαχών. Σχεδόν το σύνολο των νησιών περιήλθε σε παρακμή, αν και η Δήλος γνώρισε καινούργια ακμή. Η κατάσταση έγινε ευνοϊκότερη για τη Δήλο με την εμφάνιση των Ρωμαίων, οι οποίοι το 167 π.Χ. την κήρυξαν ελεύθερο λιμάνι για να εκδικηθούν τους Ρόδιους, που είχαν περάσει στο στρατόπεδο των Μακεδόνων, αντιπάλων των Ρωμαίων. Τον επόμενο χρόνο το νησί παραχωρήθηκε στους Αθηναίους, ενώ οι κάτοικοί του εξορίστηκαν στην Αχαΐα. Για τους νέους κατοίκους –κληρούχοι από την Αττική– ξεκίνησε μία περίοδος ευδαιμονίας που παγιώθηκε μετά την καταστροφή της Κορίνθου (146 π.Χ.). Η Δήλος αναδείχθηκε στο μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου (χαλκός, μύρα, δούλοι). Έμποροι από όλα τα μέρη του ελληνιστικού κόσμου εγκατέστησαν τις επιχειρήσεις τους σε αγορές γύρω από τον ναό του Απόλλωνα. Η καταστροφή επήλθε το 88 π.Χ. από τον Μηνοφάνη, στρατηγό του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη, που κατέστρεψε το νησί, επειδή οι Δήλιοι επιθυμούσαν την αποχή από τους Μιθριδατικούς πολέμους εναντίον της Ρώμης. Είκοσι χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι εγκατέλειψαν το νησί. Μετά την καταστροφή οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να βοηθήσουν, χτίζοντας τείχος γα να προστατεύσει την πόλη και το ιερό, αλλά πειρατές με αρχηγό τον Αθηνόδωρο ερήμωσαν τη Δήλο το 69 π.Χ. Από τη βυζαντινή περίοδο στην ενετοκρατία και στην τουρκοκρατία. Κατά την πρώιμη μεταχριστιανική περίοδο πολλές από τις Κ. είχαν πλέον ερημωθεί ή χρησιμοποιούνταν ως τόποι εξορίας για τους επιφανείς Ρωμαίους που έπεφταν σε δυσμένεια. Ο Στράβων αναφέρει πως κατά την εποχή του (αρχές 1ου αι. μ.Χ.) τα μόνα νησιά που ήταν ακόμα ακμαία ήταν η Άνδρος, η Νάξος, η Πάρος και η Τήνος, όπου υπήρχε μεγάλη πόλη και αξιόλογο ιερό του Ποσειδώνα. Στην Κέα υπήρχαν πια μόνο δύο πόλεις, η Καρθαία και η Ιουλίς, με τις οποίες είχαν συγχωνευθεί οι άλλες δύο (Κορησσία και Ποιήεσσα). Ο χριστιανισμός φαίνεται ότι άργησε να επικρατήσει στις Κ. Οι θεοί του ελληνικού πανθέου, μαζί με τους νέους που επικράτησαν από την Ανατολή και την Αίγυπτο (Μίθρας στη Θήρα, Ίσις, Όσιρις, Σάραπις, Άνουβις στη Δήλο, στην Πάρο, στη Νάξο και στην Άνδρο), εξακολούθησαν να λατρεύονται για πολλούς αιώνες μετά την εμφάνιση του Χριστού. Η Άνδρος υπήρξε το πρώτο νησί που απέκτησε επίσκοπο, τον Ζάηλο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνόδου της Αλεξανδρείας (362 μ.Χ.). Μετά τον Μέγα Κωνσταντίνο οι Κ. αποτέλεσαν τμήμα του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους και περιελήφθησαν στη διοίκηση της Ασίας, ενώ στο Περί θεμάτων του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου αναφέρεται ότι ανήκαν στο θέμα του Αιγαίου. Η εγκατάσταση των Σαρακηνών στην Κρήτη επί Μιχαήλ Τραυλού (821) είχε αντίκτυπο και στις Κ., που επί 135 χρόνια ταλανίζονταν από τις επιδρομές. Το 1204, όταν η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Σταυροφόρων και η Βυζαντινή αυτοκρατορία διαμελίστηκε από τους Φράγκους, πλούσιοι άρχοντες και έμποροι κατέλαβαν τα νησιά με τη συμπαράσταση της Βενετίας. Οι αδελφοί Ανδρέας και Ιερώνυμος Γκίζι κατέλαβαν την Τήνο και τη Μύκονο μαζί με βορειότερα νησιά (Σκόπελο και Σκύρο), ενώ ο Μάρκος Σανούδος κυρίευσε τη Νάξο (που έγινε έδρα του), την Πάρο, τη Μήλο, την Κίμωλο, τη Σίφνο, τη Φολέγανδρο, την Ανάφη, την Ίο και τη Θήρα. Λίγο αργότερα ο Σανούδος ανακηρύχθηκε δούκας του Αιγαίου και πρίγκιπας της αυτοκρατορίας από τον Ερρίκο, ο οποίος διαδέχθηκε τον αυτοκράτορα Βαλδουίνο στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Για μια περίοδο σχεδόν 300 ετών οι Κ. αποτελούσαν τα Δουκόνησα, με ηγεμόνες που προέρχονταν από τους οίκους του Σανούδου και του Κρίσπου. Ο Οθωμανός σουλτάνος Σελίμ Β’ κατέλαβε τις Κ. το 1566 και τις δώρισε αρχικά στον Ιουδαίο Μιχαήλ Νάζη, μετά τον θάνατο του οποίου τα νησιά εξαρτήθηκαν από τον καπουδάν πασά. Μόνη εξαίρεση αποτέλεσε η Τήνος, που έμεινε υπό ενετική κυριαρχία μέχρι το 1715. Κάθε νησί αποτελούσε μια μικρή αυτόνομη κοινότητα με άρχοντες τους επιτρόπους, που είχαν δικαστική εξουσία, εισέπρατταν τους φόρους κλπ. Πολλά νησιά άρχισαν τότε να πλουτίζουν από τη ναυτιλία και το εμπόριο και να ευημερούν. Με τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1770, πολλά νησιά ξεσηκώθηκαν, παρακινημένα από την Αικατερίνη Β’ και τον Ορλόφ. Η ρωσοτουρκική συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) εξασφάλισε αρκετά προνόμια για τη ναυτιλία και το εμπόριο των κατοίκων, οι οποίοι έγιναν ισχυροί οικονομικά και βοήθησαν υλικά τον Αγώνα για την απελευθέρωση του έθνους το 1821. Μετά την απελευθέρωση οι Κ. αποτέλεσαν ιδιαίτερο νομό του νέου ελληνικού κράτους με πρωτεύουσα τη Σύρο. Αρχαιολογία-Τέχνη Κυκλαδικός πολιτισμός. Συμβατική ονομασία του πολιτισμού που άνθησε στις Κ. κατά την περίοδο του χαλκού. Η μελέτη του ξεκίνησε τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. και οφείλεται κυρίως στον αρχαιολόγο Χρήστο Τσούντα, που ανέσκαψε πολλά κυκλαδικά νεκροταφεία στη Σύρο, στην Πάρο, στην Αντίπαρο, στη Σίφνο κ.α. Ο πρωτοκυκλαδικός πολιτισμός, που καλύπτει όλη την 3η χιλιετία π.Χ., είναι παράλληλος με τον πρωτοελλαδικό πολιτισμό της ηπειρωτικής Ελλάδας και τον πρωτομινωικό της Κρήτης. Η ανάπτυξή του βασίστηκε στην προνομιούχα θέση των νησιών μεταξύ Ευρώπης και Ασίας. Το εμπόριο μέσω των θαλάσσιων δρόμων του Αιγαίου πελάγους ανάγεται στις αρχές της πρώιμης χαλκοκρατίας. Οι Κυκλαδίτες έρχονταν σε επαφή με τις γύρω από το Αιγαίο περιοχές, ανταλλάσσοντας παράλληλα με τα προϊόντα τους πολιτιστικά στοιχεία. Το εμπόριο κάλυπτε σημαντικό τμήμα των δραστηριοτήτων τους· εργαλεία και μαχαίρια από οψιανό λίθο της Μήλου, πήλινα αγγεία, χάλκινα αντικείμενα και μαρμάρινα ειδώλια εξάγονταν στη Μικρά Ασία, στην ηπειρωτική Ελλάδα και στην Κρήτη. Η μεταλλουργία στις Κ. εμφανίστηκε μέσω επαφών με πολιτισμούς της Ανατολής και επεκτάθηκε και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Τα σπίτια των Κυκλαδιτών στην πρώιμη φάση της πρωτοκυκλαδικής εποχής ήταν κατασκευασμένα από φθαρτά υλικά και εξαφανίστηκαν χωρίς να αφήσουν ίχνη. Στη δεύτερη φάση (Κέρος-Σύρος) εμφανίστηκαν μονόχωρα ή δίχωρα οικήματα ποικίλων κατόψεων λόγω του περιορισμένου από τις οχυρώσεις χώρου, ενώ στην τρίτη φάση (Φυλακωπή, πόλις I) οι κατόψεις έγιναν ορθογώνιες και οι τοίχοι έφεραν εσωτερικά κονιάματα. Η στέγη πρέπει να ήταν επίπεδη και ελαφριά, κατασκευασμένη από ξύλα ή καλάμια και στρώση πατημένου πηλού, όπως και στα σημερινά κυκλαδίτικα σπίτια. Σε λοφοπλαγιές κοντά στον οικισμό βρίσκονταν τα νεκροταφεία, με κιβωτιόσχημους και τραπεζοειδείς τάφους, με πρωτόγονη θολωτή μορφή (Σύρος) ή λαξευμένοι στον μαλακό βράχο (Μήλος). Οι νεκροί τοποθετούνταν στον τάφο σε συνεσταλμένη στάση, με τα χέρια μπροστά στο πρόσωπο και τα γόνατα κοντά στο σαγόνι. Στους τάφους αυτούς υπήρχαν πολλά κτερίσματα: αντικείμενα της καθημερινής ζωής, πήλινα και μαρμάρινα αγγεία, εργαλεία και σκεύη για τον καλλωπισμό, βελόνες, λεπίδες οψιανού και μαρμάρινα ειδώλια. Η θρησκεία τους είναι σχεδόν άγνωστη, όμως από τα ταφικά έθιμα προκύπτει το συμπέρασμα ότι αποτελούσε ένα κράμα δεισιδαιμονίας και μαγείας. Οι Κυκλαδίτες δεν ανέπτυξαν μνημειακή τέχνη· η καλλιτεχνική τους δραστηριότητα διακρίνεται σε διάφορα αντικείμενα, στα αγγεία και κυρίως στα ειδώλια. Στα πρώτα στάδια του πολιτισμού τα αγγεία ήταν χειροποίητα: κυλινδρικές ή σφαιρικές πυξίδες, πολλές φορές με εγχάρακτη διακόσμηση (ψαροκόκαλο), άλλοτε με πόδι ή λαιμό, και μικροί κρατήρες με ή χωρίς πόδι. Χαρακτηριστικά της δεύτερης φάσης είναι τα περίεργα τηγανόσχημα σκεύη, που σύμφωνα με μία ερμηνεία χρησιμοποιούνταν ως κάτοπτρα. Συχνά ήταν τα ραμφόστομα αγγεία με τη συμβατική ονομασία σαλτσιέρες, όπως και οι ραμφόστομες πρόχοι και τα ζωόμορφα αγγεία. Η διακόσμηση είναι εμπίεστη (σπείρες, κύκλοι). Μερικές φορές οι εγχαράξεις είναι βαθιές και γεμίζονται με λευκή ύλη. Πολλά αγγεία εμφανίζουν μελανό αλείφωμα (ουρφίρνις) καθώς και λευκά χρώματα πάνω σε σκοτεινό βάθος ή αντίστροφα. Στην τρίτη φάση (Φυλακωπή I) παρουσιάζονται νέοι τύποι αγγείων, όπως ο ασκός και ο κέρνος. Η γραπτή διακόσμηση υποκατέστησε βαθμιαία την εγχάρακτη. Το λεπτόκοκκο, λευκό μάρμαρο των Κ. χρησιμοποιήθηκε πολύ νωρίς για την κατασκευή αγγείων. Δείγματα αυτής της τεχνικής αποτελούν οι μικρές ορθογώνιες παλέτες για την τοποθέτηση των χρωμάτων, κυλινδρικές πυξίδες και ποτήρια, μικρές φιάλες και κρατηρίσκοι με κωνικό πόδι· αργότερα κατασκευάζονταν κομψότερα αγγεία (κύλικες και ζωόμορφα), ενώ χρησιμοποιήθηκαν και άλλοι λίθοι για την κατασκευή αγγείων. Οι Κυκλαδίτες διέπρεψαν επίσης στη μεταλλοτεχνία και στη μικροτεχνία (εργαλεία, αργυρές καρφίτσες, διαδήματα, περιδέραια από χάντρες ή κοχύλια). Παραστάσεις με κυνήγια ή χορούς και άλλες σκηνές της καθημερινής ζωής έχουν βρεθεί χαραγμένες σε πλάκες ή σε βράχους (Κορφή τ’ Αρωνιού, Νάξος). Όμως, το κυριότερο δημιούργημα του πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού είναι τα θαυμάσια μαρμάρινα ειδώλια. Η παραγωγή τους συνεχίστηκε αδιάκοπα σε όλη τη διάρκεια της 3ης χιλιετίας π.Χ. Εντελώς σχηματικά στην αρχή, εξελίχθηκαν σε θαυμάσιες πλαστικές δημιουργίες παράλληλα με την αύξηση της πείρας των τεχνιτών και της τελειοποίησης των εργαλείων και των τεχνικών. Τα απλοϊκά σχηματικά (που όμως παραδοσιακά εξακολουθούσαν να παράγονται και σε νεότερες περιόδους) εξελίχθηκαν στα λεγόμενα βιολόσχημα αγάλματα. Με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να εμφανίζονται πιο νατουραλιστικές μορφές, όπου αποδόθηκαν λεπτομέρειες του σώματος, χαρακτηριστικά του προσώπου κλπ. Τα πιο πολλά αποδίδουν γυναικείες μορφές, μερικές φορές σε κατάσταση εγκυμοσύνης, μετωπικές και δισδιάστατες· οι ανδρικές μορφές περιορίζονται σε πολεμιστές ή αρχηγούς. Αργότερα, όταν οι τεχνίτες είχαν πια υποτάξει το υλικό τους και κινούνταν στις τρεις διαστάσεις του χώρου, προέκυψαν συμπλέγματα και θαυμάσιες δημιουργίες, όπως ο αρπιστής από την Κέρο και ο αυλητής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Τα θαυμάσια αυτά δημιουργήματα αποτελούν ορισμένα από τα παλαιότερα γλυπτά της Ευρώπης, ενώ η ερμηνεία και η χρησιμότητά τους παραμένουν ασαφείς. Κατά τη μεσοκυκλαδική περίοδο οι άνθρωποι εξακολούθησαν να ασχολούνται με το εμπόριο και τη γεωργία. Ζούσαν πλέον σε μικρές οχυρωμένες πόλεις με δρόμους, αποχετευτικό σύστημα και πλούσια σπίτια, πολλές φορές στολισμένα με τοιχογραφίες που μαρτυρούσαν κρητική επίδραση. Επίσης, λάτρευαν μια γυναικεία θεότητα, ιερό της οποίας βρέθηκε στην Αγία Ειρήνη της Κέας, μαζί με πήλινα αγάλματά της. Τα νεκροταφεία τους βρίσκονταν έξω από τους οικισμούς, τα μικρά παιδιά όμως εγχυτρίζονταν σε αγγεία και πολλές φορές θάβονταν μέσα στον οικισμό. Η τέχνη τους έγινε γνωστή μέσω της αγγειοπλαστικής: συνεχίστηκε η πρωτοκυκλαδική παράδοση, αλλά παρουσιάστηκε και μια νέα, αμαυρόχρωμη τεχνική (ματ). Υπήρχε στενή επαφή με την Κρήτη, αν και έχουν βρεθεί και μινυακά αγγεία από την ηπειρωτική Ελλάδα. Η υστεροκυκλαδική εποχή χαρακτηριζόταν από έντονη κρητική επίδραση: η ζωή ήταν εκλεπτυσμένη όπως και στην Κρήτη, με πολυώροφα σπίτια, στολισμένα με ωραιότατες τοιχογραφίες (Ακρωτήρι Θήρας). Έχει γίνει λόγος για την ύπαρξη μιας πρωιμότατης μεγαλοαστικής τάξης και μιας αστικής κοινωνίας γενικότερα (Χ. Ντούμας). Μετά την καταστροφή της Κρήτης και την επικράτηση των Μυκηναίων οι Κ. βρέθηκαν υπό την επίδραση του μυκηναϊκού πολιτισμού. Γεωμετρική εποχή (900-700 π.Χ.). Η γεωγραφική θέση του συμπλέγματος καθώς και το ανήσυχο και δημιουργικό πνεύμα των Ιώνων, που έθεσαν υπό το έλεγχό τους τα νησιά, οδήγησαν σε μια νέα περίοδο ακμής των K., της οποίας η αφετηρία σχετίζεται με τη λήξη του αντίκτυπου της διάλυσης του μυκηναϊκού πολιτισμού. Ελάχιστα είναι γνωστά για την πρωτογεωμετρική εποχή (10ος αι. π.Χ.). Όμως, η γεωμετρική περίοδος στις Κ. εμφάνισε περισσότερα ευρήματα, τα οποία προσφέρουν σαφέστερη εικόνα της εποχής. Οι ανασκαφές έχουν αποκαλύψει γεωμετρικούς οικισμούς στην Πάρο (Κάστρο Παροικιάς), στη Νάξο (Χώρα και περιοχή Τραγαίας), στη Σαντορίνη, στη Δήλο, στη Σίφνο, στη Δονούσα (Α της Νάξου) κ.α. Η ακριβέστερη εικόνα των οικισμών της περιόδου προέρχεται από τη Ζαγορά της Άνδρου. Ήταν χτισμένη πάνω σε ψηλό και απόκρημνο ακρωτήρι, ενώ προστατευόταν με τείχος από την ανατολική πλευρά, που ήταν και η μοναδική ευπρόσβλητη· τα σπίτια, πυκνά δομημένα και χωρίς δρόμους ανάμεσά τους, είχαν λίθινους τοίχους και στεγάζονταν (όπως πολλά σημερινά σπίτια των K.) με σχιστολιθικές πλάκες και στρώσεις πηλού. Ένας μεγαρόσχημος ναός στο πιο επιφανές μέρος του χώρου (μια άτυπη αγορά) στέγαζε βωμό, ο οποίος πρέπει κάποτε να ήταν υπαίθριος. Τα ίχνη από πυρές κοντά στον ναό υποδηλώνουν τέλεση θυσιών. Αντίστοιχα, στις πλαγιές του Εξωμβούργου στην Τήνο βρέθηκε ναός μέσα σε μεγαλύτερο συγκρότημα ιερού. Σε ένα διαμέρισμα του ιερού βρέθηκε μια σειρά από πολύ ενδιαφέροντα αγγεία μεγάλου μεγέθους με ανάγλυφη διακόσμηση. Τα στοιχεία που βρέθηκαν στον ναό συνηγορούν στη λατρεία μιας γυναικείας θεότητας με χθόνια φύση και μυστηριακό χαρακτήρα. Οι νεκροί, όπως δείχνουν τα στοιχεία από τις ανασκαφές σε νεκροταφεία, αποτεφρώνονταν μαζί με τα κτερίσματά τους. Μερικές φορές συναντώνται τρόποι ταφής που θυμίζουν ομηρικά έπη. Στην περιοχή Τραγαίας Νάξου (Τσικαλαριό) πάνω στην πυρά σχηματίζονταν εντυπωσιακοί τύμβοι από χώμα που συγκρατείτο με λίθινη κατασκευή, με διάμετρο μέχρι 10 μ. Η αγγειοπλαστική της εποχής αντιπροσωπεύεται από πολλά δείγματα και από πολλά νησιά. Χαρακτηριστικό είναι ότι κάθε νησί ή ομάδα διαθέτει και ξεχωριστό εργαστήριο. Η εξάρτηση, όμως, από την Αττική είναι περισσότερο από εμφανής, με αποτέλεσμα πολλές φορές να είναι δύσκολη η ταυτοποίηση ενός αγγείου ως ντόπιο ή ως αττικό. Αρχαϊκή εποχή (700-480 π.Χ.). Η εξοικείωση των Κυκλαδιτών με τη θάλασσα τελειοποίησε τις ναυτικές τους ικανότητες. Τα λίγα αλλά εκλεκτά προϊόντα τους (γεωργικά, κτηνοτροφικά και βιοτεχνικά) εξάγονταν παντού στον γνωστό τότε κόσμο. Περιζήτητα ήταν τα ορυκτά των νησιών: ο χρυσός και ο άργυρος της Σίφνου, η κιμωλία γη, η κίσσηρη της Μήλου και η μίλτος της Κέας. Η οικονομική ακμή οδήγησε σε πνευματική άνθηση, με τη Νάξο να κατέχει πρωτεύουσα θέση. Οι πελώριοι κούροι που στέκουν ακόμα ημίεργοι στα λατομεία της φανερώνουν το ευρύ πνεύμα και την ικανότητα των τεχνιτών της, που αναλάμβαναν την εκτέλεση μεγάλων έργων. Το ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο (7ος αι. π.Χ.) κοσμήθηκε με μοναδικά γλυπτά, όπως η Άρτεμη της Νικάνδρας (το πρώτο μεγάλο έργο της ελληνικής πλαστικής), ο Κολοσσός του Απόλλωνα (τέσσερις φορές μεγαλύτερος από το φυσικό μέγεθος) καθώς και οι περίφημοι Λέοντες και ο Οίκος των Ναξίων. Στην ίδια τη Νάξο χτίστηκε περίπου το 530 π.Χ. ο μεγάλος ναός του Απόλλωνα στη νησίδα Παλάτια, το πελώριο θύρωμα του οποίου στέκεται ακόμα στη θέση του. Πολλά γνωστά κυκλαδικά αγγεία αποδίδονται στην παραγωγή του νησιού. Εκτός από τη Νάξο, και άλλα νησιά μαρτυρούν την ακμή τους: η πλούσια Σίφνος κοσμήθηκε με θαυμάσια κτίρια και δώρισε στους Δελφούς τον περίφημο θησαυρό (θησαυροφυλάκιο) της, ένα από τα πολυτελέστερα και πιο αξιόλογα μνημεία της αρχαϊκής τέχνης (525 π.Χ.)· η Πάρος αντιπροσωπεύεται επάξια με μία σειρά από κούρους, που βρέθηκαν στη Δήλο και αλλού, καθώς και με τον μεγάλο ναό της, του οποίου λείψανα σώζονται στο Κάστρο της Παροικιάς. Πολλά εργαστήρια αγγειοπλαστικής της περιόδου αποδίδονται στο νησί, ενώ πρόσφατα διαπιστώθηκε ότι η σπουδαιότερη και μεγαλύτερη ομάδα αγγείων της αρχαϊκής κυκλαδικής τέχνης, τα λεγόμενα μηλιακά αγγεία του 7ου αι. π.Χ., είχαν παριανή προέλευση. Πολλοί κούροι και κόρες βρέθηκαν στη Θήρα, στην Κέα, στην Άνδρο, ακόμα και στην απομονωμένη Ανάφη. Σε όλα αυτά τα έργα, η ιωνική χάρη συνδυάζεται θαυμάσια με σοβαρότητα και ήθος που χαρακτηρίζουν την αττική τέχνη. Ο χαριτωμένος κούρος από τη Μήλο (μέσα 6ου αι. π.Χ.) στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο αποτελεί θαυμάσια απόδειξη της ακμής των Κ.Κλασική και ελληνιστική περίοδος (480-40 π.Χ.). Οι Περσικοί πόλεμοι και τα γεγονότα που ακολούθησαν έκαμψαν την ακμή των Κ., αλλά η σπουδαία καλλιτεχνική παράδοση της περιοχής συνεχίστηκε. Ο 5oς αι. π.Χ. χαρακτηρίστηκε από σημαντικά έργα, όπως η περίφημη επιτύμβια στήλη από την Πάρο (μουσείο Βερολίνου), όπου η απεικονιζόμενη νεαρή νεκρή κρατά πυξίδα με τα κοσμήματά της. Ο γλύπτης Αγοράκριτος από την Πάρο εργαζόταν μαζί με τον Φειδία στον Παρθενώνα, ενώ κατά τον 4ο αι. π.Χ. ο –επίσης Πάριος– Σκόπας θεωρήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους γλύπτες της εποχής. Χαρακτηριστικά τεχνουργήματα της ελληνιστικής περιόδου αποτελούν η Αφροδίτη και ο Ποσειδώνας της Μήλου (2ος αι. π.Χ.). Η Δήλος, το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο της ελληνιστικής και της πρώιμης ρωμαϊκής περιόδου, εκτός των άλλων, διασώζει σημαντικά κτίρια: ένα θέατρο του 2ου αι. π.Χ., την Αγορά των Ιταλών της ίδιας περιόδου καθώς και διάφορες πολυτελείς οικίες με πλήθος ευρημάτων (Οικία των Ηθοποιών, Οικία του Διονύσου, Οικία του Ερμή κ.ά.). Βυζαντινή περίοδος. Η ασταθής ζωή στις Κ. κατά τη βυζαντινή περίοδο δεν εμπόδισε την πολιτιστική δραστηριότητα, η οποία διασώζεται κυρίως μέσω κάποιων αξιόλογων ναϊκών κτισμάτων. Το σημαντικότερο από αυτά είναι η Εκατονταπυλιανή (Καταπολιανή) της Πάρου, του 6ου αι. μ.Χ., τρουλαία βασιλική με στοιχεία της κωνσταντινουπολίτικης ναοδομίας. Άλλοι αξιόλογοι ναοί είναι ο Ταξιάρχης Μεσσαράς (1158) και ο Άγιος Νικόλαος Κορθίου (12ος αι.) στην Άνδρο. Οχυρώσεις της περιόδου δεν σώζονται με σαφήνεια. Λαϊκή τέχνη. Η λαϊκή τέχνη των Κ., εκτός από την αρχιτεκτονική, αντιπροσωπεύεται κυρίως από την κεντητική και τη γλυπτική. Η κυκλαδίτικη κεντητική χαρακτηρίζεται βασικά από τα κεντήματα της Νάξου, της Φολεγάνδρου, της Ανάφης και της Μήλου. Πρόκειται κυρίως για κεντήματα του κρεβατιού, κουρτίνες, μαξιλάρια και σεντόνια του 18ου αι. Τα ωραιότερα και τα σπουδαιότερα από αυτά είναι μεγάλες ορθογώνιες κουρτίνες, που κρέμονταν από τις τραβέρσες του σοφά για να στολίσουν και να απομονώσουν το κρεβάτι. Οι κουρτίνες της Νάξου είναι από τα πιο δύσκολα έργα της νεοελληνικής κεντητικής. Ήταν ολοκέντητες, συνήθως με κόκκινο μετάξι, χωρίς πάντως να αποκλείεται και η πολυχρωμία. Τα θέματα, αυστηρά γεωμετρικά, σχηματίζονται με τα κενά του κεντήματος, ενώ ο κάμπος γεμίζει με πυκνή μετρητή βελονιά. Μια ιδιορρυθμία της τεχνικής ρυθμίζει την κατεύθυνση των βελονιών κατά τέτοιον τρόπο ώστε το χρώμα να σχηματίζει νερά και να αποκτά τονικές διαβαθμίσεις. Οι κουρτίνες της Φολεγάνδρου έχουν το ίδιο σχήμα με αυτές της Νάξου. Το κέντημα σε αυτές, παρά την τυποποίηση των μοτίβων, έχει σαφώς φυσιοκρατικό χαρακτήρα και μοιάζει πολύ με τα κεντήματα της Πάτμου. Επικρατεί και σε αυτές το κόκκινο χρώμα, ενώ τα μοτίβα, συνήθως φύλλα και φιγούρες ζώων και πουλιών, κατανέμονται έτσι ώστε να σχηματίζουν παράλληλες κατακόρυφες ταινίες. Συγγενή τεχνοτροπία έχουν και τα κεντήματα της Μήλου, τα οποία αντιπροσωπεύονται κυρίως από γύρους σεντονιών με λεπτότατο κόκκινο κέντημα και παραστάσεις πυκνών τυποποιημένων φυτικών και ζωικών μοτίβων. Μια άλλη κατηγορία μηλιακών κεντημάτων αποτελεί λαμπρό δείγμα της νεοελληνικής κεντητικής· πρόκειται για τρυπητά έργα (φιλ-τιρέ), εκτελεσμένα με χρυσή κλωστή και πολύχρωμα μετάξια. Η κοινή επίδραση της δυτικής τέχνης στα ελληνικά νησιά παρομοιάζει τα κεντήματα της Μήλου με την τεχνοτροπική και διακοσμητική αντίληψη των κεντημάτων των Επτανήσων. Τα ωραία κεντήματα της Ανάφης, επίσης τρυπητά, είναι κυρίως κρεβατόγυροι και πετσέτες κεντημένες συνήθως με πράσινο και παχύ μετάξι. Ο διάκοσμός τους αποτελείται από καβαλάρηδες, πετεινούς και σχηματοποιημένα μοτίβα. Η Τήνος υπήρξε το διασημότερο κέντρο της λαϊκής γλυπτικής των Κ. κατά τον 18ο και τον 19ο αι. Τα Υστέρνια και ολόκληρη η παραλία προς την πλευρά της Σύρου ανέδειξαν ονομαστούς μαρμαρογλύφους. Από εκεί κατάγονται πολλοί μεγάλοι δάσκαλοι της νεότερης ελληνικής γλυπτικής, όπως οι Σώχοι, οι Χαλεπάδες και οι Ταμέρηδες. Οι μαρμαρογλύφοι της Τήνου δεν περιόριζαν τη δραστηριότητά τους στα στενά όρια της Τήνου ή των Κ. Περιόδευαν σε όλη την Ελλάδα, φτάνοντας έως τις χώρες της Βαλκανικής. Μάλιστα, στη Ρουμανία και στη μητρόπολη της Σόφιας αναφέρεται ως πρωτομάστορας ο Τήνιος Ιωάννης Σώχος. Τα χαρακτηριστικότερα έργα της τηνιακής λαϊκής γλυπτικής είναι οι μαρμάρινοι φεγγίτες, που στολίζουν τα παράθυρα και τις πόρτες των κυκλαδίτικων σπιτιών. Ο τηνιακός φεγγίτης είναι μία ανάγλυφη αψιδωτή πλάκα με πολλά ανοίγματα για να μπαίνει το φως. Τα πιο συνηθισμένα διακοσμητικά μοτίβα είναι φυτικά και ζωικά μοτίβα (λουλούδια, ψάρια και πουλιά), θέματα της νησιώτικης ναυτικής ζωής (ιδιαίτερα πολύπλοκοι ναυτικοί κόμποι και καράβια) και συμβολικές παραστάσεις (σταυροί, δικέφαλοι αετοί, αγιώργηδες και πεντάλφες). Χαρακτηριστικά έργα της κυκλαδίτικης γλυπτικής των αρχών του 18ου αι. αποτελούν τα ανάγλυφα που στολίζουν το καμπαναριό της Παναγίας της Τουρλιανής στη Μύκονο. Λαϊκή αρχιτεκτονική. Η λαϊκή αρχιτεκτονική των Κ. παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών μελετών. Το ενδιαφέρον αυτό απεικονίζεται τόσο στους οικισμούς ως σύνολα (πολεοδομική και αρχιτεκτονική συγκρότηση) όσο και στα επιμέρους στοιχεία τους, που είναι οι κατοικίες, οι ναοί, οι δρόμοι, τα πλατώματα των οικισμών ή οι μεμονωμένοι περιστεριώνες και οι μύλοι. Η λαϊκή κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική χαρακτηρίζεται από την αυστηρή γεωμετρικότητα των κτισμάτων της –γνώρισμα που ισχύει επίσης για τις αντίστοιχες μορφές των Δωδεκανήσων– και τη λειτουργικότητά τους. Οι γενικές συνθήκες –κλίμα, τοπίο, δομικά υλικά– που επικρατούν στις Κ. προσδίδουν ενιαίο ύφος στην αρχιτεκτονική· ωστόσο, οι τοπικές διαφορές δημιουργούν ποικιλία παραλλαγών των βασικών λύσεων που έχουν επινοηθεί και αυξάνουν το ενδιαφέρον. Οι ουσιαστικότερες διαφορές, όπως στη Σαντορίνη, προκύπτουν από τη χρήση νέων, αμιγώς τοπικών λύσεων σχετικά με την κατασκευή και την αρχιτεκτονική. Τέλος, πέρα από τις διαφορές του τοπίου ή των επιτόπου προσφερόμενων υλικών, οι διαφορές στην κοινωνική διαστρωμάτωση και στην ιστορία του κάθε νησιού παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Στη Νάξο, για παράδειγμα, συναντά κανείς τους λεγόμενους πύργους, αρχοντικά με εμφανείς δυτικές επιρροές, φαινόμενο σχεδόν μοναδικό στην αρχιτεκτονική των Κ. Ο βασικός τύπος της κυκλαδίτικης λαϊκής κατοικίας είναι το ορθογώνιας κάτοψης μονόχωρο σπίτι με επίπεδη στέγη. Τα σπίτια αυτά είναι πάντοτε λιθόδμητα και με λίγα ανοίγματα. Το έντονο φως, ο δυνατός αέρας και η έλλειψη επαρκούς ξυλείας δεν επιτρέπουν την κατασκευή μεγάλων κουφωμάτων. Επιπλέον, η έλλειψη ξυλείας δεν επιτρέπει την κατασκευή μεγάλου μήκους δοκών, γι’ αυτό συχνά γίνεται χρήση ενός ενδιάμεσου τόξου για τη στήριξη των δοκών της στέγης κατά τις περιπτώσεις όπου το άνοιγμα είναι μεγαλύτερο από το μήκος τους. Το εσωτερικό των σπιτιών είναι απλό· σε πολλές περιπτώσεις, μια υψομετρική διαφορά τονίζει και τη λειτουργία του τμήματος του εσωτερικού χώρου που προορίζεται για τον ύπνο. Στους τοίχους κατασκευάζονται κόγχες, που προορίζονται για την τοποθέτηση σκευών, όπως της στάμνας του νερού ή των μαγειρικών σκευών. Ο βασικός αυτός τύπος κατοικίας εξελίχθηκε με ποικίλους τρόπους και ανάλογα και με τις εκάστοτε συνθήκες. Ένα δεύτερο ορθογώνιο εφάπτεται ως επέκταση του αρχικού οικήματος ή τοποθετείται υπερκείμενο, για να δημιουργήσει διώροφο σπίτι· στην περίπτωση αυτή η προσπέλαση του ορόφου γίνεται με εξωτερική λίθινη κλίμακα. Στην αυλή τοποθετούνται ο φούρνος, η αποθήκη για τα γεννήματα, η στέρνα κλπ. Εξωτερικά, τα κυκλαδίτικα σπίτια εμφανίζουν μια έντονη γεωμετρική μορφή και οι ισχυρές φωτοσκιάσεις επάνω στους κυβόσχημους και λευκούς όγκους τους προσδίδουν ιδιαίτερη πλαστικότητα. Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η λευκότητα των σπιτιών του Αιγαίου οφείλεται σε νόμο της δικτατορίας Μεταξά και ότι αρχικά τα σπίτια έμεναν με το χρώμα των υλικών από τα οποία ήταν χτισμένα, χωρίς επίχρισμα ή ασβέστωμα· έχοντας έτσι χρώμα σχεδόν ίδιο με το κατά κανόνα πετρώδες και άδεντρο περιβάλλον, αποκτούσαν μια φυσική παραλλαγή που τα προστάτευε από τους πειρατές. Η πρόνοια για την οχύρωση των οικισμών στις K. αποδεικνύεται τόσο από το γεγονός ότι τα σπίτια πολλών οικισμών είναι διατεταγμένα κατά ομόκεντρες ζώνες όσο και από το δαιδαλώδες και δυσνόητο οδικό δίκτυο. Τα σπίτια των K. εμφανίζουν και διακοσμητικά στοιχεία, παρά τη γεωμετρικότητα των μορφών, τη σαφήνεια και τη λιτότητα που υπαγορεύουν οι κατασκευαστικές και λειτουργικές λύσεις. Συχνά παρατηρούνται λαξευτές παραστάδες και υπέρθυρα, ωραίοι διάτρητοι ανάγλυφοι φεγγίτες που τοποθετούνται πάνω από τα παράθυρα για την πλήρωση των ανακουφιστικών τόξων κλπ. Πρέπει επίσης να σημειωθεί η παρουσία ορισμένων δυτικών μορφολογικών στοιχείων, που εξηγούνται από τη μακρόχρονη κατοχή των νησιών από τους Φράγκους και τους Ενετούς. Εξίσου αξιόλογες και ιδιότυπες κατασκευές αποτελούν οι περιστεριώνες με τις διάτρητες προσόψεις, χαρακτηριστικό παράδειγμα συνδυασμού λειτουργικότητας και πρωτοτυπίας. Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική στις Κ. βασίζεται –πάντα με τοπικές παραλλαγές– στους μεταβυζαντινούς ναοδομικούς τύπους· εξωτερικά επικρατεί και πάλι η αυστηρή γεωμετρική έκφραση των όγκων και η γενικά λιτή διαμόρφωση. Βέβαια, η κατασκευή είναι πολύ πιο επιμελημένη και η διακοσμητική διάθεση εντονότερη. Επίσης εμφανίζονται ναοί με επίπεδη στέγη κατ’ αντιστοιχία με τα σπίτια καθώς και ναοί των οποίων το δώμα επικάθεται απευθείας στους –διαπλατυσμένους εσωτερικά– τοίχους, ώστε να μειωθεί το μήκος των απαιτούμενων δοκών. Υπάρχουν δυτικά μορφολογικά και κατασκευαστικά στοιχεία στην αρχιτεκτονική των ναών, όπως τα οξυκόρυφα τόξα. Βέβαια, όλα αυτά έχουν αφομοιωθεί, μεταπλαστεί και αναμειχθεί με τα επιχωριάζοντα στοιχεία και τις αντιλήψεις των λαϊκών τεχνιτών, εντασσόμενα πλέον στην τοπική παράδοση. Σπίτια της Σίφνου· οι Κυκλαδίτες ασβεστώνουν ακόμα και τους αρμούς των πλακόστρωτων δρόμων των οικισμών τους. Ανάγλυφο του 19ου αι. στην Παναγία Τουρλιανή στην Μύκονο, αντιπροσωπευτικό δείγμα κυκλαδικής τέχνης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η λαϊκή αρχιτεκτονική των Κυκλάδων, τόσο στους οικισμούς ως σύνολα, δηλαδή στην πολεοδομική και αρχιτεκτονική τους συγκρότηση, όσο και στα επιμέρους στοιχεία τους, με την αυστηρή γεωμετρικότητα των κτισμάτων. Στη φωτογραφία, μοναστήρι στη Νάξο. Tα κυκλάμινα στολίζουν τα ελληνικά βουνά με τα κομψά τους άνθη από το φθινόπωρο έως την άνοιξη· στη φωτογραφία, το κοινό στη χώρα μας είδος Cyclamen persicum. Κυκλαδίτικο σιφούνι για το κρασί από κόκκινο πηλό. Η κεραμική έχει μεγάλη παράδοση στις Κυκλάδες, ιδιαίτερα στη Σίφνο, όπου τα καμίνια εξακολουθούν να παράγουν κάθε είδους κεραμικά σκεύη του σπιτιού, ακόμα και πυρίμαχα (Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα). Ανθρωπόμορφη σιφνέικη καμινάδα, δείγμα σύγχρονης λαϊκής κεραμικής των Κυκλάδων. Φεγγίτης του 18ου αι. από την Τήνο. Τα κεντήματα είναι βασικό στοιχείο της λαϊκής τέχνης των Κυκλάδων. Στη φωτογραφία, ένας κρεβατόγυρος από την Ανάφη (Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα). Η περίφημη Αφροδίτη της Μήλου, άγαλμα των ελληνιστικών χρόνων (β’ μισό 2ου αι. π.Χ.), ένα από τα διασημότερα έργα της αρχαιότητας (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι). Πολλά από τα κυκλαδικά ειδώλια ξεφεύγουν από τον συνηθισμένο τύπο με τις δύο διαστάσεις και αποτελούν επαναστατικές τρισδιάστατες καλλιτεχνικές δημιουργίες. Το θέμα της ερμηνείας τους παραμένει ακόμη σκοτεινό· πολλά βρέθηκαν σε τάφους, μερικά όμως και μέσα σε οικισμούς. Στη φωτογραφία, αρπιστής της Κέρου (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα). Αμφορέας από τη Μήλο, που ανήκει στην ομάδα των μηλιακών αγγείων και χρονολογείται γύρω στο 660 π.Χ. Στην κύρια παράσταση ο Απόλλωνας κιθαρωδός και δύο μούσες και απέναντί τους η Άρτεμη κρατώντας από τα κέρατα ένα από τα ελάφια της (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα). Αγγείο του 7ου αι. π.Χ. (περ. 660 π.Χ.), χαρακτηριστικό έργο ανατολίζοντα ρυθμού από ναξιακό εργαστήριο. Είναι σκεπασμένο από λεπτότατο κιτρινωπό επίχρισμα, πάνω στο οποίο έγινε η διακόσμηση με σκούρο καστανό χρώμα (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα). Η Άρτεμη της Δήλου είναι το αρχαιότερο φυσικού μεγέθους άγαλμα της ελληνικής τέχνης. Όπως μας πληροφορεί η επιγραφή, το είχε αφιερώσει η Ναξία αρχόντισσα Νικάνδρα, κόρη του Δεινοδίκου, στη θεά γύρω στο 660 π.Χ. (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα). Τμήμα τοιχογραφίας με χελιδονόψαρα (όπως βρέθηκε), από σπίτι της Φυλακωπής Μήλου, θαυμάσια απόδοση του θαλασσινού τοπίου με σπόγγους και βράχους (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα). Λεπτομέρεια από τη ζωφόρο του θησαυρού των Σιφνίων, στους Δελφούς, που χτίστηκε το 525 π.Χ. για να στεγάσει τα αφιερώματα της πλούσιας από τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου Σίφνου στο ιερό του Απόλλωνα. Η θύρα του αρχαϊκού ναού, η περίφημη «πορτάρα», στο νησάκι Παλάτια, στην είσοδο του λιμανιού της Νάξου. Επί 2.000 χρόνια βρίσκεται στην ίδια θέση, αψευδής μάρτυρας της αρχαίας ακμής της πόλης. Στον ίδιο χώρο, όπου βρίσκονται σήμερα τα λείψανα του ναού, είχε εγκαταλείψει, σύμφωνα με την παράδοση, ο Θησέας την Αριάδνη, όταν γύριζε από την Κρήτη. Ανάγλυφο πιθάρι από τη Μύκονο· στη μετόπη του λαιμού εικονίζεται ο Δούρειος Ίππος (Αρχαιολογικό Μουσείο, Μύκονος). Λιοντάρια στη Δήλο, θαυμάσια δημιουργήματα της αρχαϊκής τέχνης της Νάξου. Εννέα συνολικά παρόμοια αγάλματα στόλιζαν τον δρόμο που οδηγούσε από το λιμάνι του Σκαρδανά στο ιερό του Απόλλωνα (φωτ. Σ. Τσελέντη). Πήλινο σκεύος, ίσως το πίσω μέρος ενός καθρέφτη, πρωτοκυκλαδικής εποχής. Τα μαρμάρινα ειδώλια, σχηματοποιημένα στην αρχή, ολοένα πιο νατουραλιστικά κατά τις νεότερες φάσεις, εξακολουθούσαν να παράγονται ολόκληρη την 3η χιλιετία π.Χ. · στη φωτογραφία, μαρμάρινο ειδώλιο γυναικείας μορφής (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα· φωτ. Σ. Τσαβδάρογλου). Τα μαρμάρινα ειδώλια είναι θαυμάσια δημιουργήματα της πρωτοκυκλαδικής τέχνης· στη φωτογραφία, μαρμάρινο ειδώλιο σε σχήμα βιολιού, σχηματοποιημένη απεικόνιση ανθρώπου (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα· φωτ. Σ. Τσαβδάρογλου). Μαρμάρινος κρατήρας πρωτοκυκλαδικής τέχνης. Πανοραμική άποψη του λιμανιού της Μυκόνου (φωτ. ΑΠΕ). Μοναστήρι στην Τήνο. Ο τουρισμός είναι μια από τις σημαντικότερες πηγές εσόδων των Κυκλάδων· στη φωτογραφία, άποψη της παραλίας Κολυμπήθρες στην Πάρο (φωτ. ΑΠΕ). Πανοραμική άποψη του όρμου Μαγγανάρι στην Ίο (φωτ. ΑΠΕ). Φωτογραφία των Κυκλάδων, από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, τον Ιούνιο του 1991 (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov). Μερική άποψη της Ερμούπολης, πρωτεύουσας των Κυκλάδων. Η εκκλησία της Παναγίας στη Τήνο (φωτ. ΑΠΕ). Άποψη της Σερίφου, πρωτεύουσας του ομώνυμου νησιού. Η Σαντορίνη (Θήρα) είναι ένα από τα ομορφότερα των Κυκλάδων. Η Μύκονος είναι από τα πιο κοσμοπολίτικα νησιά των Κυκλάδων, με διεθνή φήμη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κυκλάδες — fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλάδες — κυκλάς encircling fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλάδας — Κυκλάδες fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλάδεσσιν — Κυκλάδες fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλάδων — Κυκλάδες fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλάσι — Κυκλάδες fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλάσιν — Κυκλάδες fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • κυκλαδικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Κυκλάδες ή προέρχεται από τις Κυκλάδες («κυκλαδικός πολιτισμός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Κυκλάδες. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ από τον Ιω. Ψυχάρη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”